- περιφερόγραμμος
- περιφερόγραμμοςbounded by a curved linemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφερόγραμμος — ον, Α αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής + γραμμος (< γραμμή)] … Dictionary of Greek
περιφερόγραμμον — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem acc sg περιφερόγραμμος bounded by a curved line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφερογράμμοις — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφερογράμμου — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφερογράμμων — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφερόγραμμα — περιφερόγραμμος bounded by a curved line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφερόγραμμοι — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek